ποδότης

ποδότης
ποδότης
footedness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδότης — (I) ητος, ἡ, Α [πους, ποδός] η ιδιότητα ανθρώπων και ζώων να έχουν πόδια. (II) ο, ΝΜ ναύκληρος, λοοτρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποδότης (< ἀποδίδωμι), με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek

  • ποδότητος — ποδότης footedness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τεττιγότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. της* κατά τα ποδότης, τραπεζότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”